Μια από τις πιο εποικοδομητικές και γόνιμες συνεργασίες μεταξύ Ορθοδόξων, Ρωμαιοκαθολικών, και Προτεσταντών στις Ηνωμένες Πολιτείες είναι το κίνημα υπέρ ζωής, το οποίο για πάνω από 40 χρόνια έχει προσπαθήσει να δώσει ζωντανή μαρτυρία στο Χριστιανικό μήνυμα ότι κάθε ζωή είναι ιερή, αρχίζοντας από την ζωή ενός βρέφους στην μήτρα. Ενώ κάθε Χριστιανική παράδοση περιλαμβάνει και ορισμένα άτομα που κακολογούνε και κρίνουν ο ένας τον άλλον, σ ’αυτόν τον συγκεκριμένο τομέα σχεδόν όλοι έχουν συνασπιστεί, και συνεργάζονται πιστά για το κίνημα «υπέρ ζωή» (pro–life).
Αλλά εάν πραγματικά πιστεύουμε πως το ανθρώπινο ον είναι ιερό, και θέλουμε να προχωρήσουμε στο επόμενο βήμα αυτού το οικουμενικού οράματος, τότε πρέπει όλοι μας να αφήσουμε πίσω τις διαιρέσεις της κομματικής πολιτικής και να φέρουμε το κίνημα υπέρ ζωής στο αναπόφευκτο του πέρας. Κι αυτό σημαίνει ότι πρέπει να υποστηρίζουμε την ιερότητα κάθε ζωής, όχι μόνο αυτών στην μήτρα.
Σιγά σιγά οι Χριστιανοί όλων των παραδόσεων έχουν αρχίσει να αντιλαμβάνονται ότι για να είμαστε πραγματικά υπέρ ζωής πρέπει να είμαστε επίσης και υπέρ κοινωνικής δικαιοσύνης. ….
Το 2016 ξεκίνησα μια σειρά συνεντεύξεων με Αφροαμερικανούς Ορθόδοξους Χριστιανούς σε τέσσερις περιοχές των Ηνωμένων Πολιτειών. Οι προσωπικές αφηγήσεις είναι ένα αναπόσπαστο κομμάτι ενός οποιουδήποτε ευρύτερου εθνογραφικού ερευνητικού έργου (το δικό μου συνδυάζει τις παρατηρήσεις των συμμετεχόντων με την ψηφιακή έρευνα), και προσφέρουν μια βαθιά και προσωπική αντίληψη σχετικά με ένα μέρος της Ορθόδοξης κοινωνίας το οποίο μέχρι και σήμερα παραμένει, για πολλούς, σχετικά άγνωστο.
Ενώ ο αριθμός των Αφροαμερικανών Ορθοδόξων φαίνεται να αυξάνεται, η οποιαδήποτε έρευνα σχετικά με αυτήν την συγκεκριμένη δημογραφική κατηγορία Χριστιανών παραμένει ελάχιστη. Η λίγη έρευνα που υπάρχει επικεντρώνεται είτε σε ιστορικά πρόσωπα, όπως τον π. Ραφαήλ Μόργκαν, τον πρώτο Αφρικανό-Αμερικανό Ορθόδοξο ιερέα, ή σε αφηγήσεις που προέρχονται από μια «κοινότητα πρεσβυτέρων», που αποτελείται από τους πιο εξέχοντες και υποδειγματικούς Αφροαμερικανούς Ορθόδοξους Χριστιανούς. Η υπάρχουσα έρευνα μερικές φορές παρουσιάζει μια μονομερή αφήγηση, μια μονοδιάστατη ιστορία, η οποία αν και δεν ψεύδεται, είναι ατελή. Αρά μένουν πολλά προς μάθησίν στην διασταύρωση του Ορθόδοξου Χριστιανισμού και της Αφροαμερικανικής κουλτούρας. ….
Πολλοί Ορθόδοξοι Χριστιανοί παγκοσμίως εξέφρασαν χαρά όταν ο Ελληνορθόδοξος Πατριάρχης Αλεξανδρείας και πάσης Αφρικής, κκ Θεόδωρος, χειροτόνησε πέντε νεαρές διακόνισσες τον Φεβρουάριο του 2017. Αν και αρκετά καθυστερημένο, αυτό το ιστορικό γεγονός αναζωογόνησε τις ελπίδες πολλών Ορθοδόξων, και τους υπενθύμισε ότι η Εκκλησία λαμβάνει υπόψιν τις ποιμαντικές ανάγκες του ποιμνίου της. Όπως ανέφερε και ο Δρ. Πέτρος Βασιλειάδης τον περασμένο Νοέμβριο σχετικά με την ανανέωση της γυναικείας διακονίας, γυναίκες διάκονοι υπήρχαν ανέκαθεν στην Ορθόδοξη Εκκλησία, και σε μερικές από τις Προχαλκηδόνιες Ανατολικές εκκλησίες υπάρχουν ακόμη.
Φυσικά, ο ρόλος των γυναικών στην εκκλησία είναι ευρύ θέμα, και δεν περιορίζεται μόνο σε μια χειροτονηθείσα γυναικεία διακονία. Για τις τελευταίες δεκαετίες άντρες και γυναίκες ανά τον Χριστιανικό κόσμο έχουν εξετάσει σοβαρότερα τον ρόλο των γυναικών στην εκκλησία. Έχουν καταλάβει πως όταν οι γυναίκες γίνονται αναπόσπαστο μέλος του εκκλησιαστικού βιώματος, τότε όλη η κοινότητα αποκτά ένα σημαντικό ποιμαντικό όφελος.
Σε αντίθεση με την επικρατούσα λαϊκή αντίληψη, η εκκλησιαστική παράδοση πάντα υποστήριζε τους ενεργούς γυναικείους ρόλους εντός της εκκλησίας. ….
Η ιστορία της δίωξης των Χριστιανών στην Μέση Ανατολή -η οποία, δυστυχώς, είναι τόσο μακροχρόνια όσο και βίαια, αν και με σποραδικές περιόδους ειρήνης- πρέπει να γίνει μάθημα για τις σύγχρονες Δυτικές προσπάθειές ανακούφισης για τους Χριστιανούς της Μέσης Ανατολής. Ένα σημαντικό ιστορικό επεισόδιο που αξίζει να μελετηθεί είναι το Οθωμανικό κίνημα του 19ου αιώνα, γνωστό ως Τανζιμάτ, το οποίο απεδείχθη καταστροφικό (αν και ακούσια) για τους Αρμένιους και άλλους Χριστιανούς στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Το Τανζιμάτ (η λέξη στα Τουρκικά σημαίνει “αναδιοργάνωση”) ήταν ένα εκτεταμένο μεταρρυθμιστικό κίνημα που άρχισε στα τέλη της δεκαετίας του 1830 και κράτησε μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του 1870. Οι μεταρρυθμίσεις προωθήθηκαν από την Δύση, η οποία επεδίωκε, μεταξύ άλλων, να ανακουφίσει την κατάσταση των Χριστιανών στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Αν και το κίνημα ήταν καλοπροαίρετο και είχε κάποιες επιτυχίες, το Τανζιμάτ εξέθεσε τους Χριστιανούς σε μια αγρία και αιματηρή αντίδραση, και εν τέλει επιδείνωσε την κατάστασή τους. Πιστεύω ότι αυτό το επεισόδιο παρέχει πολύτιμα μαθήματα για σήμερα. ….
Ήμουν μόλις έφηβος, και ήμουν προϊόν μιας τώρα διαλυμένης οικογενείας, με έναν πατέρα που μας είχε αφήσει λίγα χρόνια πριν. Δεν μπορούσε να αναλάβει την ευθύνη της πατρότητας. Tου έπεσε βαριά. Κι έτσι μας εγκατέλειψε, εμένα και τον μικρό μου αδερφό. Η μητέρα μου έπρεπε να γίνει και μάνα και πατέρας.
Στα εφηβικά μου χρονιά ζούσαμε με τον πατριό μου στην Κεντρική Φλόριντα, και εκεί άρχισα να πηγαίνω σε μια Πεντηκοστιανή εκκλησία με τους γείτονές μας. Ο βοηθός του πάστορα αυτής της τεράστιας εκκλησίας ασχολούταν πολύ με την ποιμαντική αρωγή της νεολαίας, ειδικά των αγοριών.
Ήταν παιδεραστής.
Σε ηλικία 13 ή 14 ετών, ο πάστορας αυτός αποφάσισε να με ετοιμάσει για να γίνω το επόμενο του θύμα. Είχε ήδη επιχειρήσει να με αγγίξει ανάρμοστα και με είχε πάρει στο μυστικό του διαμέρισμα στην πόλη, μακριά από την σύζυγό και τους τρεις του γιους, για να συνηθίσω τον χώρο. Αυτό που δεν ήξερα μέχρι αργότερα ήταν ότι αυτός ο πάστορας θα διωκόταν από την εκκλησία του επειδή τον έπιασαν να βιάζει άλλα αγόρια στην ενορία. Αν δεν ήταν για τον πατριό μου, και για έναν άλλον άνδρα που δούλευε στο αεροδρόμιο και κατά σύμπτωση ήταν επίσης μέλος της προαναφερόμενης εκκλησίας, θα είχα ανέβει στο αεροπλάνο, θα είχα επισκεφθεί τον πάστορα και την οικογένειά του στο καινούριο τους σπίτι στο Τενεσί, και κατά πάσα πιθανότητα θα είχα βιαστεί. ….
Αυτό το άρθρο πρωτοεμφανίστηκε στην Κυριακάτικη Επιθεώρηση της εφημερίδας NewYorkTimes, και αναδημοσιεύθηκε εδώ με την άδεια του συγγραφέα.
Το 1983 έτυχε να παρακολουθήσω μια διάλεξη στο Πανεπιστήμιο της Μέριλαντ στην οποία ο διακεκριμένος Ελληνορθόδοξος ιστορικός Αριστείδης Παπαδάκης ανέφερε εν παρόδω ότι οι πρώτοι Χριστιανοί ήταν «κομμουνιστές». Εκείνη την εποχή, η πελώρια παγετώδη σκιά του Ψυχρού Πόλεμου ακόμη επισκίαζε το πολιτιστικό τοπίο, και ένας δυνατός ψίθυρος ανησυχίας διαπέρασε την αίθουσα σε τέτοιο βαθμό που ο καθηγητής Παπαδάκης -ο οποίος πάντα μιλούσε με μεγάλη ακρίβεια- αισθάνθηκε υποχρεωμένος να εξηγήσει ότι εννοούσε «κομμουνιστές» με την πιο βασική έννοια της λέξης: πως ζούσαν μια κοινή ζωή και απολάμβαναν οικειοθελώς τα πάντα εν κοινώ. Οι ψίθυροι υποχώρησαν, αλλά όχι απαραιτήτως και η ανησυχία.
Όχι ότι είχε πει το κάτι εκπληκτικό. Αν ο κομμουνισμός της αποστολικής εκκλησίας είναι μυστικό, είναι το πιο κακοκρυμμένο μυστικό του αιώνα. Αόριστοι όροι, όπως “κοινοτικοί” ή “κοινοτιστές”, μπορεί να ακούγονται πιο αβλαβείς και ευχάριστοι, αλλά δεν μπορούν να αλλάξουν τα γεγονότα. Οι Πράξεις των Αποστόλων στην Καινή Διαθήκη μας λένε ότι στα Ιεροσόλυμα οι πρώτοι προσήλυτοι στην πίστη του αναστημένου Χριστού επικύρωσαν την αφοσίωσή τους ζώντας σε μια κοινή κατοικία, πουλώντας όλα τους τα ακίνητα, ανακατανέμοντας τον πλούτο τους «ἂν τις χρείαν εἶχε» και κατέχοντας όλα τα αγαθά από κοινού. Αφού εξάλλου αυτό ήταν ένα πρότυπο που ο ίδιος ο Ιησούς είχε καθιερώσει: «οὕτως οὖν πᾶς ἐξ ὑμῶν, ὃς οὐκ ἀποτάσσεται πᾶσι τοῖς ἑαυτοῦ ὑπάρχουσιν, οὐ δύναται εἶναί μου μαθητής.» (Λουκ. 14:33)
Σε μεταγενέστερες εποχές, αυτός ο «κοινοτισμός» ήταν πάντα κάτι το ολίγον τι σκανδαλώδες για τους χριστιανούς, τουλάχιστον για εκείνους απ’ αυτούς που μπήκαν στον κόπο να του δώσουν σημασία. Και στην Αμερική του σήμερα, με την περίεργη ευλάβειά της για την επιχειρηματική ελευθέρια και τον προσωπικό πλούτο, είναι σχεδόν αδιανόητο ότι οποιοσδήποτε θα υιοθετούσε μια τόσο ανατρεπτική στάση. Καθώς περνούσε ο καιρός, οι Χριστιανικοί πολιτισμοί, συνειδήτα η όχι, αποφάσισαν να αγνοήσουν γενικά τα πιο «προκλητικά» χαρακτηριστικά της Πρώτης εκκλησίας, υπάγοντας τα κατάλοιπα σε μικρές απομακρυσμένες ειδικές κοινότητες (όπως τα μοναστήρια και τις αδελφότητες). Ακόμη κι όταν παραδέχονται αυτά τα χαρακτηριστικά, τα αντιμετωπίζουν συνήθως ως επουσιώδη για το μήνυμα του Ευαγγελίου. Ήταν μια σύντομη περίοδος συνετής συγκέντρωσης πόρων εναντία σε έναν εχθρικό κόσμο, αλλά τίποτα βασικό για την πίστη και τίποτα που μπορεί να θεωρηθεί ως γενική πολιτική φιλοσοφία. ….
Υπάρχουν πολλοί τρόποι με τους οποίους μπορεί να αναγνωσθεί η αγία Γραφή και υπάρχει επίσης πολλή συζήτηση σχετικά μ’ αυτούς τους τρόπους, τόσο σε γενικό επίπεδο όσο και σε ακαδημαϊκούς κύκλους. Αλλά υπάρχει ένα χαρακτηριστικό της ανάγνωσης της αγίας Γραφής το οποίο είναι απόλυτα θεμελιώδη για την χριστιανική παράδοση, από την πρώτη προκήρυξη του ευαγγελίου, μέχρι και τα Σύμβολα της Πίστεως που διατύπωσαν οι σύνοδοι τις εκκλησίας. Αυτό το χαρακτηριστικό είναι τόσο σημαντικό που ο απόστολος Παύλος το επαναλαμβάνει δύο φορές στην ίδια πρόταση: «παρέδωκα γὰρ ὑμῖν ἐν πρώτοις ὃ καὶ παρέλαβον, ὅτι Χριστὸς ἀπέθανεν ὑπὲρ τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν κατὰ τὰς γραφάς, καὶ ὅτι ἐτάφη, καὶ ὅτι ἐγήγερται τῇ τρίτη ἡμέρᾳ κατὰ τὰς γραφάς» (Προς Κορ. Α’ 15:3-4). Η φράση «τας Γραφάς» είναι αυτό που εμείς σήμερα (κάπως λανθασμένα) αποκαλούμε «Παλαιά Διαθήκη». Χρησιμοποιώντας αυτές τις ίδιες Γραφές, η πρώτη Οικουμενική Σύνοδος στην Νίκαια δήλωσε και επιβεβαίωσε ότι ο Χριστός «παθόντα και ταφέντα, και αναστάντα την τρίτη ημέρα κατά τας γραφάς». Αυτές οι «Γραφές» παρείχαν το πλαίσιο, τους όρους, τις εικόνες, και την γλώσσα με την οποία οι Απόστολοι και Ευαγγελιστές κατανόησαν και κήρυξαν την αποκάλυψη του Θεού εν Χριστώ. Ήταν, και εξακολουθούν να είναι, (ακόμη και σήμερα, που έχουμε την Καινή Διαθήκη) οι κύριες και πρωτεύουσες Γραφές της Χριστιανικής παράδοσης. Οι ίδιοι οι τόμοι της Καινής Διαθήκης αποκαλούν και χρησιμοποιούν την Παλαιά Διαθήκη ως την «Γραφή». Η Παλαιά Διαθήκη είναι το βασικό κείμενο δια του οποίου οδηγούμαστε στην αποκάλυψη του Θεού εν Χριστώ.
Ωστόσο, διακηρύττοντας τον Χριστό «κατά τας Γραφάς» σημαίνει ότι οι Γραφές αυτές διαβάζονται από τους Χριστιανούς με διαφορετικό τρόπο πριν, και με διαφορετικό τρόπο μετα που αντιμετωπίζουν τον Χριστό. ….
Η ΔΙΑΚΟΝΙΑ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗ
Του Αιδες. Αρχιδιακόνου Πέτρου Ντάνιλτσικ (PeterDanilchick)
Για τα τελευταία 42 χρονιά είχα την ευλογία και το προνόμιο να υπηρετώ στην ιερή διακονία εν Χριστώ. Για τον διάκονο, η ζωή είναι υπηρεσία, και η υπηρεσία είναι ζωή. Αυτή η ζωή και η υπηρεσία όμως δεν είναι για τον εαυτό μας, είναι για την Εκκλησία, το Σώμα του Χριστού.
Όταν σκεφτόμαστε την διακυβέρνηση, μάλλον φανταζόμαστε μια επιτροπή, π.χ. ένα ενοριακό ή μητροπολιτικό συμβούλιο, που συναντιέται σε μια αίθουσα διασκέψεων, παίρνοντας “μεγάλες αποφάσεις”. Όμως η αληθινή διακυβέρνηση, σωστά κατανοούμενη, είναι κάτι πολύ πιο οικείο και λαϊκό.
Η διακυβερνητική εικόνα της Εκκλησίας είναι η επισκοπή. Στην Καινή Διαθήκη ο Απόστολος Παύλος χρησιμοποιεί τη λέξη «επίσκοπος» όταν αναφέρεται στους επιστάτες του ποιμνίου, οι οποίοι υπηρετούν επίσης ως φύλακες και οικονόμοι. Η εικόνα του Καλού Ποιμένα έρχεται κατά νου, εκείνου του οποίου τα πρόβατα γνωρίζουν την φωνή του, και εκείνου που «πορεύεται ἐπὶ τὸ ἀπολωλὸς ἕως οὗ εὕρῃ αὐτό».
Αλλά που σ’ αυτήν την διακυβερνητική δομή χωράνε οι διάκονοι; ….
Για τους τελευταίους αιώνες, η τάξη της διακονίας έχει καταστεί αποκλειστικά ως συμβολικός ή μεταβατικός ρόλος στην εκκλησία. Ο ενοριακός κλήρος χειροτονείται στην ιεροσύνη υπηρετώντας μόνο για μικρό χρονικό διάστημα ως διάκονοι. Είναι σαν να αναμένεται να «προχωρήσουν» ή να «ανελιχθούν». Η διακονία έχει μειωθεί σε κάτι λίγο περισσότερο από «προετοιμασία», ή «ενδιάμεσο στάδιο» στον δρόμο προς την ιεροσύνη ή την επισκοπή. Οι τελευταίες δύο τάξεις συχνά θεωρούνται οι σημαντικότερες (χειροτονημένες) λειτουργίες, ενώ η διακονία αντιμετωπίζεται σαν ένα είδος υπο-ιερατείας, και σπάνια θεωρείται ως μόνιμο ή δια βίου αξίωμα.
Αλλά δεν ήταν έτσι πάντα. Ο άγιος Ιγνάτιος Αντιόχειας, στα τέλη του πρώτου αιώνα, έγραψε πως, μαζί με τον επίσκοπο και τους πρεσβύτερους, οι διάκονοι είναι ουσιαστικό μέρος της δομής της εκκλησίας, η οποία πληροί την ενότητά της -ολοκληρωτικά και αμέριστα- όταν η εκκλησιαστική κοινότητα είναι με «τοὺς διακόνους ὡς Ἰησοῦν Χριστόν, ὡς καὶ τὸν ἐπίσκοπον ὄντα τύπον τοῦ πατρός, τοὺς δὲ πρεσβυτέρους ὡς συνέδριον θεοῦ καὶ ὡς σύνδεσμον ἀποστόλων. Χωρὶς τούτων», προσθέτει ο Άγιος Ιγνάτιος, «ἐκκλησία οὐ καλεῖται» (Επιστολή προς Τραλλιανούς).
Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος μας θυμίζει την αντίληψη της πρωτοχριστιανικής εκκλησίας προς τους διακόνους όταν γράφει πως «ακόμη και οι επίσκοποι ονομαζόταν διάκονοι» (Ομιλία στην Προς Φιλιππησίους Α’). Πράγματι, την εποχή των αποστόλων δεν υπήρχε κανένα υποκείμενο συμπέρασμα ή προσδοκία πως η διακονία ήταν απλά μια προϋπόθεση ή συνθήκη για ανύψωση στο βαθμό της ιεροσύνης. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο πιστεύω ότι δεν μπορεί να υπάρξει μια σαφής κατανόηση της ιεροσύνης -ή της επισκοπής- εάν πρώτα δεν κατανοήσουμε και εκτιμήσουμε σωστά τη διακονία. ….
Σε αυτήν την εποχή της νεωτερικότητας και της μετανωτερικότητας, οι επίσκοποι και οι σύνοδοι έχουν χρησιμοποιήσει πολλές και ποίκιλες προσεγγίσεις για να δοκιμάσουν τα πνεύματα και να διαπιστώσουν τι χρειάζεται για την ανανέωση της ποιμαντικής λειτουργίας. Τα μέλη του συμποσίου που φιλοξένησε το Κέντρο Διακονισσών Αγία Φοίβη στις 6-7 Οκτωβρίου 2017 εξέτασαν το πώς η Εκκλησία θα μπορούσε να ανανεώσει την τάξη της διακονίας. Η ομιλία μου επικεντρώθηκε στο έργο της Παν-Ρωσικής Συνόδου της Μόσχας το 1917-18, και συγκεκριμένα στην συνοδική διαδικασία για την αποκατάσταση του πατριαρχείου. Η πρόταση μου ήταν αυτή: η αποκατάσταση του πατριαρχείου από την σύνοδο προσφέρει ένα πρότυπο για τη σύγχρονη συζήτηση σχετικά με την ανανέωση της διακονίας, αφού και τα δυο είναι εκκλησιαστικές τάξεις. Οι τρεις προσεγγίσεις της Συνόδου της Μόσχας μπορούν να εφαρμοστούν σήμερα, και ίσως απαντήσουν τις ερωτήσεις που τίθενται στους επισκόπους και τις συνόδους καθώς συζητούν το θέμα της ανανέωσης της διακονίας: ….